Διερευνώντας τρόπους αποτελεσματικής οριοθέτησης
- Άννα-Μαρία Μιχαηλίδου
- Jun 23, 2022
- 5 min read

Τα όρια είναι κανόνες και διεργασίες που ορίζονται από τις αξίες της οικογένειας και που επιτελούνται μέσα από ορισμένους ρόλους με τη στάση και τη συμπεριφορά των γονέων. Τα όρια βοηθούν στην καλύτερη σωματική υγεία και ψυχική ασφάλεια, συμβάλλουν στη διατήρηση της ταυτότητας των μελών της οικογένειας και στους διακριτούς ρόλους, βοηθούν επίσης στην εξομάλυνση των σχέσεων και της επικοινωνίας, ενώ παράλληλα επιδρούν στην αρμονική συνύπαρξη με τους συνομηλίκους.
Είναι όμως σημαντικό η τοποθέτηση ορίων να μη συγχέεται με τη στέρηση ελευθερίας.
Τα όρια είναι απαραίτητα, γιατί με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται αρχικά ο σεβασμός στον προσωπικό χώρο, τον εαυτό και το περιβάλλον ενώ συγχρόνως βοηθούν στην καλύτερη έκφραση των σκέψεων και συναισθημάτων και τέλος στην ασφαλή αυτονόμηση και προσαρμογή του παιδιού. Είναι όμως σημαντικό η τοποθέτηση ορίων να μη συγχέεται με τη στέρηση ελευθερίας,, την τιμωρία, την αποθάρρυνση και τη διαρκή άρνηση. Μπορεί όμως να αναρωτηθεί κάποιος τι θα γινόταν κι αν δεν υπήρχαν; Χωρίς τα όρια το παιδί δε μαθαίνει την υποχώρηση, το σεβασμό και την εκτίμηση. Επίσης δε μαθαίνει να μοιράζεται και δυσκολεύεται να αλληλεπιδράσει με τους άλλους ισότιμα. Δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε περιβάλλοντα όπου υπάρχουν κανόνες, ενώ ο κίνδυνος να αναπτύξει κακή κοινωνική συμπεριφορά είναι μεγαλύτερος. Τα όρια είναι μια διαδικασία που χρειάζεται να έχει ο άνθρωπος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Ποιος είναι ο τρόπος που μπορούν να μπουν τα όρια;
Αρχικά χρειάζεται να λαμβάνουμε υπόψιν κάποιες σημαντικές παραμέτρους, όπως είναι αυτή της ηλικίας. Η κάθε ηλικία του παιδιού ανταποκρίνεται σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης, οπότε και τα όρια θα πρέπει να ανταποκρίνονται στην εκάστοτε αναπτυξιακή βαθμίδα του παιδιού. Για παράδειγμα στο πρώτο έτος της ζωής του το βρέφος εξαρτάται πλήρως από το φροντιστή του (συνήθως μητέρα), πράγμα το οποίο σημαίνει ότι, αν ο φροντιστής ανταποκρίνεται σταθερά στις ανάγκες του με ζεστασιά, το βρέφος μαθαίνει να εμπιστεύεται τους ανθρώπους γύρω του. Στο δεύτερο έτος της ζωής, αποκτάται κάποιου είδους αυτονομία, καθώς το παιδί εισέρχεται στη νηπιακή ηλικία όπου μαθαίνει να χρησιμοποιεί την τουαλέτα, να επιλέγει τροφές και παιχνίδια και γενικά προσπαθεί και αναπτύσσει δεξιότητες ανεξαρτησίας. Αυτό σημαίνει ότι τα όρια πρέπει να συμβαδίζουν με την εκάστοτε ηλικία και αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού. Όσο πιο μικρό σε ηλικία είναι ένα παιδί, τόσο πιο σύντομες, ξεκάθαρες και λιτές χρειάζεται να είναι οι εντολές του γονιού προς αυτό. Για ένα παιδί μεγαλύτερο των 2 ετών, η τοποθέτηση ορίων είναι πιο σύνθετη διαδικασία, καθώς περιλαμβάνει διάλογο και εξηγήσεις. Το να λέμε «όχι» σε ένα παιδί χωρίς να του εξηγούμε το λόγο, μεταφράζεται σαν περιορισμός. Κανείς δεν υπακούει απλά επειδή κάποιος του λέει ότι αυτό είναι το σωστό. Αφήνουμε λοιπόν το παιδί να μας πει την άποψή του και κάνουμε προσπάθεια για διάλογο. Είναι από τις καλύτερες επενδύσεις για ένα γονέα, καθώς στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, και ειδικά στην εφηβεία, το παιδί που δεν του δόθηκε αρκετός χώρος και χρόνος να εκφραστεί, είναι πολύ πιθανό να αποφεύγει συζητήσεις με τους γονείς.
Είναι σημαντικό το όριο να είναι σταθερό, ούτε πολύ ελαστικό αλλά ούτε και άκαμπτο. Χρειάζεται μια ευελιξία που να βοηθά το παιδί να οριοθετείται, να δοκιμάζει, να αμφισβητεί και τελικά να αναπτύσσεται. Η συμπεριφορά που ενέχει πίεση και υποχωρητικότητα, υπέρμετρη ανοχή και υπερβολική αυστηρότητα, δίνει διπλά μηνύματα στα παιδιά, τα αποπροσανατολίζει και δημιουργεί ανασφάλεια. Επομένως, πρέπει να εκπέμπουμε σιγουριά, αποφασιστικότητα και σταθερότητα, να αποφεύγουμε τα διπλά μηνύματα. Τα παιδιά χρειάζονται ένα ασφαλές περιβάλλον που να μπορούν να εμπιστεύονται.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό όταν λέμε «όχι» αυτό να σημαίνει «όχι». Αν κάθε φορά που λέμε «όχι» σε κάποιο παιδί, εκείνο αντιδρά ακόμα πιο έντονα για να κερδίσει το «ίσως» ή το «ναι» και εμείς υποκύπτουμε, τότε το μήνυμα που δίνουμε στο παιδί είναι ότι το «όχι» μας είναι διαπραγματεύσιμο, οπότε αν συνεχίσει να αντιδρά θα μας αλλάξει στάση. Με το να διαπραγματευόμαστε όμως με αυτόν τον τρόπο, μαθαίνουμε στο παιδί να γίνεται χειριστικό και να ψάχνει να βρει τρόπους να κάνει αυτό που θέλει.
Τα όρια δε χρειάζεται να εκφράζονται με φωνές, απειλές και χρήση βίας. Η σταθερότητα εκφράζεται με ήρεμο και σαφή τόνο στη φωνή και για συγκεκριμένο λόγο, χωρίς αναφορές στο παρελθόν αλλά μόνο στο «εδώ και τώρα» π.χ είναι λάθος να λέμε «τα ίδια έκανες και την προηγούμενη φορά» ή να προδικάζουμε τι θα συμβεί στο μέλλον λέγοντας «ποτέ δε θα αλλάξεις» είτε γενικεύοντας χρησιμοποιώντας λέξεις όπως «ποτέ, πάντα, όλοι, κανένας».
Είναι βέβαια αλήθεια ότι όποιος θέτει όρια στα παιδιά ρισκάρει να μην είναι πάντα αρεστός στα παιδιά, ρισκάρει να προκαλέσει την οργή και το θυμό τους. Η συνέπεια είναι το κλειδί της επιτυχίας! Αν προσπαθούμε να οριοθετήσουμε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά του παιδιού, χρειάζεται κι εμείς να είμαστε συνεπείς στις αντιδράσεις μας κάθε φορά που συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο. Αν τη μια γελάμε και την άλλη είμαστε αυστηροί, την επόμενη αδιάφοροι, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να μπερδεύουμε το παιδί.
Όποιος θέτει όρια πρέπει να αναλογίζεται και τις συνέπειες σε περίπτωση καταπάτησής τους. Αυτό μπορεί να είναι επίπονο και κουραστικό για τους γονείς, μπορεί να απαιτεί δύναμη και συγκράτηση ταυτόχρονα, μπορεί να συνεπάγεται αντιπαραθέσεις. Συγκεκριμένα, τα όρια συμπεριφοράς που θέτει ένας γονιός εξαρτώνται από τη δική του ιδιοσυγκρασία, καθώς και αυτή του παιδιού. Ό, τι γνωρίζει ο γονιός από το χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του παιδιού του είναι ιδιαίτερα χρήσιμο. Μπορεί για ένα παιδί η στέρηση παιχνιδιού να είναι η μεγαλύτερη «τιμωρία», ενώ για ένα άλλο παιδί να μη σημαίνει τίποτα. Οφείλουμε πάντα να σεβόμαστε την ιδιαιτερότητα του κάθε παιδιού και να μη γενικεύουμε υποτιμώντας την προσωπικότητά του. Επιπρόσθετα να αποτελούμε οι γονείς παράδειγμα για τα παιδιά, τηρώντας οι ίδιοι τα όρια που βάζουμε.
Τέλος, δεν είναι όλα τα θέματα το ίδιο σημαντικά. Να ξεχωρίζουμε ποια θέματα χρειάζονται διαπραγμάτευση και ποια όχι, γιατί αλλιώς καταλήγουμε να κάνουμε κήρυγμα όλη μέρα!
Παρατηρούμε συχνά ως φαινόμενο, όταν οι γονείς θέλουν να διδάξουν στα παιδιά τους τα όρια μέσα στην οικογένεια, να χρησιμοποιούν συνήθως την αμοιβή ή την τιμωρία ως μεθόδους. Ωστόσο σύμφωνα με τη σύγχρονη Παιδοψυχολογία η πιο αποτελεσματική μέθοδος είναι αυτή των «λογικών συνεπειών.»
Οι λογικές συνέπειες αναφέρονται στα λογικά αποτελέσματα που ακολουθούν μια συμπεριφορά, είτε είναι επιθυμητή είτε όχι. Για παράδειγμα, αν το παιδί πάει αδιάβαστο στο σχολείο, θα «εκτεθεί» στο δάσκαλο και στους συμμαθητές του, αν αρνείται να φάει θα πεινάσει μέχρι να αναζητήσει μόνο του φαγητό. Στην ουσία δηλαδή, αν το παιδί παραβεί τα όρια και προβεί σε λανθασμένες συμπεριφορές, θα δεχτεί τις λογικές συνέπειες των πράξεών του και όχι μια «άσχετη» και αυθαίρετη τιμωρία.
Κλείνοντας είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι στην προσπάθειά μας να βάλουμε όρια στα παιδιά μας μόνο προστασία τους προσφέρουν και δεξιότητες να διαχειρίζονται τις προκλήσεις της ζωής και να ζουν αρμονικά με τους ανθρώπους γύρω τους. Οι λογικές συνέπειες μιας παραβίασης ορίου ενισχύουν την αυτοπεποίθηση. Η λογική συνέπεια δεν εμπεριέχει απειλές, αλλά αποσκοπεί στο να μην υποκύπτουμε σε κάθε επιθυμία του παιδιού. Η γνώση των συνεπειών αναθέτει στο παιδί την ευθύνη των πράξεών του, αφήνοντάς το να επιλέξει εκείνο τον τρόπο. Ας δείχνουμε την αγάπη μας στα παιδιά δίχως όρους, αλλά με όρια!
Βασισμένο σε άρθρα από το psychologynow.gr


Comments